απείρων — (I) ἀπείρων, ον (AM) [πείρα] άπειρος, αμαθής. (II) ἀπείρων, ον (Α) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, ατελείωτος αχανής 2. αναρίθμητος, αμέτρητος 3. ο χωρίς τέλος ή διέξοδο 4. ο κυκλικός 5. (για ύπνο) βαθύς … Dictionary of Greek
ἀπείρονα — ἀπείρων 1 without experience neut nom/voc/acc pl ἀπείρων 1 without experience masc/fem acc sg ἀπείρων 2 boundless neut nom/voc/acc pl ἀπείρων 2 boundless masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρονας — ἀπείρων 1 without experience masc/fem acc pl ἀπείρων 2 boundless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρονες — ἀπείρων 1 without experience masc/fem nom/voc pl ἀπείρων 2 boundless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρονι — ἀπείρων 1 without experience dat sg ἀπείρων 2 boundless dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρονος — ἀπείρων 1 without experience gen sg ἀπείρων 2 boundless gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείροσι — ἀπείρων 1 without experience dat pl ἀπείρων 2 boundless dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείροσιν — ἀπείρων 1 without experience dat pl ἀπείρων 2 boundless dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείρον' — ἀπείρονα , ἀπείρων 1 without experience neut nom/voc/acc pl ἀπείρονα , ἀπείρων 1 without experience masc/fem acc sg ἀπείρονι , ἀπείρων 1 without experience dat sg ἀπείρονε , ἀπείρων 1 without experience nom/voc/acc dual ἀπείρονα , ἀπείρων 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek